- άπας
- άπασα, άπαν (AM ἅπας (-ντος), ἅπασα, ἅπαν)όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζίνεοελλ.φρ.1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπανταόλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο2. «εξ άπαντος» — οπωσδήποτε, χωρίς άλλο3. «στον αιώνα τον άπαντα» — συνεχώς, αιωνίωςαρχ.1. (με επίθετο) εξολοκλήρου («ἀργύρεος ἅπας», εξολοκλήρου από άργυρο«ἅπας δὲ τραχὺς ὅστις ἂν νέον κρατῇ», εντελώς, απόλυτα σκληρός, Αισχ.«ἡ ἐναντία ἅπασα ὁδός», ο εντελώς αντίθετος δρόμος, Πλάτων)2. (με αφηρ. ουσ.) απόλυτος («ἅπασ' ἀνάγκη»)3. οποιοσδήποτε, ο καθένας.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- αθροιστ.* (< *sm) + -πας*.ΠΑΡ. νεοελλ. άπαντο.ΣΥΝΘ. ανάπας, απαξάπας συνάπας].
Dictionary of Greek. 2013.